ἡθμός

ἡθμός
ἡθμός, SIG2 (Sigeum, vi B.C.), Hdn.Gr.1.543, in codd. usu. (but perh. wrongly) [full] ἠθμός, , ([etym.] ἤθω)
A strainer, colander, SIG l.c., E.Fr. 374, IG22.1416.11, 4.39.20, Gal.Nat.Fac.1.15; esp. wine-strainer, Pherecr.41; part of an eel-trap, Arist.HA534a22; of the eyelashes, X.Mem.1.4.6; prov., τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν, of fruitless toil, Arist.Oec. 1344b25.
II ἠ. σχοίνινος,=

κημός 111

, Cratin.132
, cf. AP9.482.23 (Agath.).
III sluice or weir (?), IG11(2).287 A75 (Delos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἠθμός — strainer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡθμός — strainer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • -ηθμος — βλ. θμος …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο 1. σουρωτήρι, τρυπητό. 2. κάθε μέσο που χρησιμοποιείται στη διήθηση κάποιου υγρού: Το απορροφητικό χαρτί και το βαμβάκι χρησιμοποιούνται ως ηθμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθμός ή φίλτρο — Πορώδες σώμα (χαρτί, ύφασμα, στρώμα άμμου ή ξυλάνθρακα, πορώδης κεραμική ύλη κ.ά.) με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η διήθηση (στράγγισμα, φιλτράρισμα). Για τις χημικές εργαστηριακές διηθήσεις χρησιμοποιείται κυρίως ο πτυχωτός η. από διηθητικό… …   Dictionary of Greek

  • ἠθμοῖο — ἠθμός strainer masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμοῖς — ἠθμός strainer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμοί — ἠθμός strainer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμοῦ — ἠθμός strainer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθμούς — ἠθμός strainer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”